ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Νέα

Η διεθνής φορολογική πρόκληση της αποφυγής κατάχρησης των συμβάσεων σε ακατάλληλες περιστάσεις

05 Ιουλίου 2021
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι:

Τα διεθνή φορολογικά ζητήματα έχουν αρχίσει να απασχολούν όσο ποτέ άλλοτε ευρισκόμενα πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα των χωρών. Η ολοκλήρωση των εθνικών οικονομιών, αλλά και των αγορών, έχει αυξήσει σημαντικά το ενδιαφέρον για ζητήματα διεθνούς φορολόγησης, αλλά και για τον εκσυγχρονισμό των ήδη υπαρχόντων κανόνων, καθώς η «αδυναμία» τους δημιουργεί ζητήματα διάβρωσης της φορολογικής βάσης και απόκτησης παράνομων ωφελειών. Για την αντιμετώπιση κυρίως της διάβρωσης της φορολογικής βάσης, αλλά και άλλων ουσιωδών φορολογικών θεμάτων, ο ΟΟΣΑ προχώρησε στην εκπόνηση ενός σχεδίου (“BEPS project”), το οποίο περιλαμβάνει δεκαπέντε δράσεις. Μετά τη δημοσίευση των τελικών εκθέσεων του ΟΟΣΑ το 2015, υπήρξε μια προσπάθεια απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση να εφαρμόσει αυτές τις συστάσεις εκ μέρους του ΟΟΣΑ στο πλαίσιο των εθνικών κυβερνήσεων μέσω της ενωσιακής νομοθεσίας. Παρατηρείται, λοιπόν, μια ευρωπαϊκή αλλά διεθνής ανάγκη ρύθμισης των ζητημάτων, γεγονός που οδηγεί σε σύμπραξη τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των διεθνών οργάνων και μηχανισμών.

Η δράση 6 του ΟΟΣΑ που αφορά την αποφυγή κατάχρησης των συμβάσεων κυρίως μέσω της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και του “treaty shopping” αποτέλεσε την βάση αυτών των προσπαθειών και έτσι κατέστη με βάση τα αποτελέσματα της έκθεσης αναφορικά με την εφαρμογή των τιθέμενων από το Σχέδιο BEPS ελαχίστων προτύπων (“Minimum Standards”), ένα από τα τέσσερα ελάχιστα πρότυπα του Σχεδίου Δράσης του ΟΟΣΑ (BEPS project) με αποτέλεσμα την δέσμευση των δικαιοδοσιών να συμπεριλάβουν διατάξεις στις φορολογικές τους συμβάσεις για να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας έναντι του φαινομένου αυτού.

Φορολογική βάση, αποτελεί το σύνολο του εισοδήματος/περιουσίας που μπορεί να φορολογηθεί από μια φορολογική αρχή, ενώ η φορολογική διάβρωση, αποτελεί, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, σοβαρό κίνδυνο στα φορολογικά έσοδα των χωρών, στην φορολογική τους κυριαρχία και στην φορολογική δικαιοσύνη. Η διάβρωση φορολογικής βάσης και η μεταφορά κερδών (“base erosion and profit shifting” ή “BEPS”) αναφέρεται σε στρατηγικές φορολογικού σχεδιασμού που εκμεταλλεύονται τα κενά και τις αναντιστοιχίες των φορολογικών νόμων. Σκοπός των στρατηγικών αυτών είναι η «εξαφάνιση» του εισοδήματος για φορολογικούς σκοπούς ή η μεταφορά του σε χώρες με μηδενικούς ή χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, στις οποίες δεν υπάρχει πραγματική δραστηριότητα με αποτέλεσμα την μη καταβολή εταιρικού φόρου ή την ελάχιστη καταβολή εταιρικού φόρου.

Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας άνθρωπος είναι κάτοικος ενός τρίτου κράτους αλλά προσπαθεί να επωφεληθεί έμμεσα από τα προνόμια που παρέχει η σύμβαση σε κάτοικο ενός συμβαλλόμενου κράτους καλούνται περιπτώσεις “treaty shopping”. Γενικά, μέσα από την έρευνα του ΟΟΣΑ φαίνεται ότι οι χώρες χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους αντιμετώπισης του φαινομένου “treaty shopping”, ωστόσο προτείνεται να ακολουθούνται αυτές οι τρεις αρχές: α) μια καθαρή δήλωση – παραδοχή ότι τα κράτη που συμβάλλονται το κάνουν για να αποφύγουν την φοροαποφυγή και την δημιουργία ευκαιριών για “treaty shopping”, b) ένας συγκεκριμένος αντικαταχρηστικός (LOB: limitation on benefits) κανόνας βασισμένος σε περιορισμούς στα προνόμια που περιέχονται στην σύμβαση από τις ΗΠΑ και κάποιες άλλες χώρες και γ) ένας γενικός αντικαταχρηστικός κανόνας ανταποκρινόμενος σε άλλες μορφές “treaty shopping” αλλά και στις συγκεκριμένες των LOB ο οποίος θα στηρίζεται στους βασικούς σκοπούς των μεταφορών και των συμφωνιών (PPT: principal purpose test) και ο οποίος δεν θα επιτρέπει να γίνεται χρήση των προνομίων της σύμβασης εάν ένας από τους κύριους σκοπούς των συμφωνιών είναι η απόκτηση του προνομίου σε περιστάσεις οι οποίες είναι αντίθετες με το πνεύμα των ρυθμίσεων της σύμβασης.

Δεδομένου ότι κύριος στόχος των φορολογικών συνθηκών είναι η αποφυγή της διπλής φορολογίας, προκειμένου να μειωθούν τα φορολογικά εμπόδια στις διασυνοριακές υπηρεσίες, το εμπόριο και τις επενδύσεις, η ύπαρξη κινδύνων διπλής φορολογίας που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των φορολογικών συστημάτων των δύο εμπλεκόμενων κρατών είναι το κύριο μέλημα της φορολογικής πολιτικής. Οι περισσότερες από τις διατάξεις των φορολογικών συνθηκών επιδιώκουν την ανακούφιση της διπλής φορολογίας με την κατανομή των φορολογικών δικαιωμάτων μεταξύ των δύο κρατών και θεωρείται ότι όταν ένα κράτος αποδέχεται διατάξεις της Συνθήκης που περιορίζουν το δικαίωμά του σε φορολογικά στοιχεία εισοδήματος, το πράττει με την κατανόηση ότι αυτά τα στοιχεία του εισοδήματος φορολογούνται στο άλλο κράτος.

Κατά συνέπεια, δύο κράτη που σκέφτονται να συνάψουν φορολογική σύμβαση πρέπει να αξιολογήσουν τον βαθμό στον οποίο ο κίνδυνος διπλής φορολογίας υπάρχει πράγματι σε διασυνοριακές καταστάσεις που αφορούν τους κατοίκους τους. Ένας μεγάλος αριθμός περιπτώσεων διπλής φορολογίας κράτους πηγής και διαμονής μπορεί να εξαλειφθεί μέσω εσωτερικών διατάξεων για την ελάφρυνση της διπλής φορολογίας (συνήθως με τη μορφή είτε της μεθόδου απαλλαγής είτε της πίστωσης) που λειτουργούν χωρίς την ανάγκη φορολογικών συμβάσεων. Ενώ αυτές οι εγχώριες διατάξεις πιθανότατα θα καλύπτουν τις περισσότερες μορφές νομικής δικαιοδοσίας για την διπλή φορολογία, δεν θα καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις διπλής φορολογίας, ειδικά εάν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στους βασικούς κανόνες των δύο κρατών ή εάν η εθνική νομοθεσία αυτών των κρατών δεν επιτρέπει μονομερή ελάφρυνση της οικονομικής διπλής φορολογίας.

Ένα άλλο ζήτημα φορολογικής πολιτικής είναι αυτό που σχετίζεται με το συμπέρασμα ότι η φορολογική σύμβαση είναι ο κίνδυνος υπερβολικής φορολογίας που μπορεί να προκύψει από υψηλούς παρακρατούμενους φόρους στο κράτος προέλευσης. Ενώ οι μηχανισμοί για την ελάφρυνση της διπλής φορολογίας θα διασφαλίζουν κανονικά ότι τέτοιοι υψηλοί παρακρατούμενοι φόροι δεν οδηγούν σε διπλή φορολογία - στο βαθμό που αυτοί οι φόροι που επιβάλλονται στο κράτος προέλευσης υπερβαίνουν το ποσό του φόρου που συνήθως επιβάλλεται στα κέρδη στο κράτος κατοικίας - μπορεί να έχουν επιζήμιες επιπτώσεις στο διασυνοριακό εμπόριο και τις επενδύσεις. Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι ένας σημαντικός στόχος των φορολογικών συνθηκών είναι η πρόληψη της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Τα κράτη, λοιπόν, θα πρέπει επίσης να εξετάσουν εάν οι μελλοντικοί εταίροι της σύμβασης είναι πρόθυμοι και ικανοί να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις διατάξεις των φορολογικών συνθηκών, ανταλλάσσοντας φορολογικές πληροφορίες, γεγονός που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το κράτος όταν αποφασίζει εάν θα συνάψει ή όχι μια φορολογική συνθήκη.