ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Νέα

Δημόσιο Δίκαιο: Η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με αρ. 2 του Ν. 3900/2010

11 Ιανουαρίου 2022
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι:

Η αναίρεση κατοχυρώνεται συνταγματικά στο αρ. 95 παρ. 1, όπου αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι : «Στην αρμοδιότητα του ΣτΕ ανήκουν ιδίως: [...] β) η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.». Η παραπάνω κατοχύρωση του θεσμού της αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, αποτελεί δείγμα ασφάλειας του δικαίου και ισότητας απέναντι στον νόμο μέσα από μια προσπάθεια επίτευξης ενότητας της νομολογίας, η οποία επιτάσσεται από το αρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου αναφέρεται ότι τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να αποδίδουν ισότητα απέναντι στον νόμο, επομένως ισότητα και κατά την εφαρμογή του δικαίου, χωρίς βεβαίως να αναιρείται η ανεξαρτησία της δικανικής κρίσης.

Εντούτοις, αν ο δικαστής κρίνει ότι το πραγματικό νόημα του νόμου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι διαφορετικό από αυτό που έχει ακολουθηθεί με βάση την νομολογία, δεν έχει την υποχρέωση να την ακολουθήσει. Η αναίρεση, άλλωστε, έχει ως στόχο την διόρθωση των σφαλμάτων, και ιδιαίτερα των νομικών σφαλμάτων, του ουσιαστικού δικαστή, γεγονός που αποτελεί την πιο σημαντική έκφανση ικανοποίησης του θεμελιακού δικαιώματος της δικαστικής προστασίας. Ο θεσμός της αναίρεσης, λοιπόν, και η ρητή συνταγματική του κατοχύρωση ικανοποιεί τόσο την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια - δηλαδή κατατείνει στην ενότητα της νομολογίας - όσο και το δικαίωμα στην παροχή δικαστικής προστασίας, ειδικά μάλιστα όταν αυτό επιτυγχάνεται από ένα δικαστήριο ανώτατης περιωπής.

Με βάση το αρ. 12 του ν. 3900/2010 προβλέπεται ότι η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Επίσης δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Διαφαίνεται, λοιπόν, από την παραπάνω διάταξη του ν. 3900/2010 ότι προστίθεται στην μορφή της αναίρεσης, όπως ήταν γνωστή μέχρι τότε, επιπλέον προϋποθέσεις παραδεκτού ασκήσεως αυτής. Πολλοί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, θεώρησαν ότι αυτή η διάταξη αναγάγει την νομολογία σε πηγή δικαίου, καθώς δεν στοιχειοθετείται δικαίωμα για άσκηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ αν υπάρχει απόφαση του ΣτΕ επί του συγκεκριμένου ζητήματος ή αν δεν υπάρχει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με υπάρχουσα νομολογία του ΣτΕ. Άλλωστε, η σπουδαιότητα που αποδίδει ο νομοθέτης στην κρίση του ΣτΕ και στις αποφάσεις του, τα οποία συνηγορούν στην αναγόρευση της νομολογίας του ΣτΕ σε πηγή δικαίου μέσω της καθιέρωσης της νομολογίας του ΣτΕ, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανατραπεί. Ο νομοθέτης δημιουργεί πρόσθετη προϋπόθεση παραδεκτού για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως με το αρ. 12 του ν. 3900/2010, περιορίζοντας κατά συνέπεια αρκετά σημαντικά την πρόσβαση με ένδικα μέσα ενώπιον του ΣτΕ.

Με βάση δε το αρ. 2 του ν 3900/2010 προβλέπεται ότι: «Κατ` αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας, ή έφεση, αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά. Αν το Συμβούλιο της Επικρατείας διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, μπορεί, εφόσον η απόφαση αυτή υπόκειται σε έφεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου, να του παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση.». Η διάταξη αυτή, λοιπόν, προβλέπει μια ειδικής μορφής αναίρεση που παρακάμπτει κάθε άλλη διάταξη που την κατοχυρώνει και τις προϋποθέσεις παραδεκτού που θέτει, καθώς για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης του αρ. 2 του ν.3900/2010 το μόνο που κρίνεται απαραίτητο είναι να πρόκειται για απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε κάθε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει προηγουμένως κριθεί από το ΣτΕ.

Πρόκειται, για μια αναίρεση που παραβλέπει τις συνήθεις προϋποθέσεις παραδεκτού και ιδιαίτερα αυτή του οικονομικού ορίου και που συνηγορεί στην συγκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στα ανώτατα διοικητικά δικαστήρια. Το δικαστήριο καλείται να εκδικάσει ένα ένδικο μέσο για την επίλυση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας που έχει δημιουργηθεί και με σκοπό να μην μείνουν δυσεπίλυτα ζητήματα αντίθεσης διάταξης τυπικού νόμου προς το σύνταγμα ή άλλο νόμο υπερνομοθετικής ισχύος μετέωρα ή χωρίς έστω μια κρίση του ανώτατου δικαστηρίου επ’ αυτών.

Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια και ακρίβεια κρίση του δικαστηρίου περί αντίθεσης της διάταξης τυπικού νόμου προς το σύνταγμα ή προς υπερνομοθετικές διατάξεις και όχι απλά να επικαλείται αντισυνταγματικότητα ως obiter dictum. Το ζήτημα εάν η εφαρμογή του αρ. 2 του ν. 3900/2010 πρέπει να ερμηνεύεται στενά και επομένως να τυγχάνει εφαρμογής μόνο όταν πρόκειται για αντίθεση διάταξης τυπικού νόμου προς το σύνταγμα ή υπερνομοθετικές διατάξεις ή εάν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά και επομένως η εφαρμογή του να επεκτείνεται και σε κανονιστικές πράξεις, δημιουργεί προβληματισμό. Παρά το γεγονός ότι οι κανονιστικές πράξεις ελέγχονται αφενός μεν με αίτηση ακυρώσεως απευθείας εισαγόμενες στο ΣτΕ αφετέρου δε με το προβλεπόμενο από το σύνταγμα αρ. 111 που ορίζει ότι οι νόμοι και οι κανονιστικές πράξεις που είναι αντίθετες στο σύνταγμα καταργούνται από την έναρξη της ισχύος τους, το ζήτημα περί ένταξής τους ή μη στην ανωτέρω διάταξη απασχόλησε αρκετά την νομολογία, με κάποιες αποφάσεις του ΣτΕ να τάσσονται υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου. Ωστόσο, η ερμηνεία του αρ. 2 του ν. 3900/2010 και οι προϋποθέσεις άσκησης αναίρεσης που αυτό θέτει, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθώς η ειδική μεταχείριση του ελέγχου της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων δεν είναι αποτέλεσμα του περιεχομένου αυτών αλλά της προέλευσής τους, δηλαδή ότι εκδίδονται από όργανο του κράτους που διαθέτει την μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση.